Szalować στα ελληνικά
Μετάφραση: szalować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυλεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bionika στα ελληνικά - βιονική, Bionics, βιονικής, Η βιονική, τη βιονική
- dosłyszalność στα ελληνικά - ακουστικότητα, ακουστότητα, την ακουστότητα, η ακουστότητα, ακροασιμότητα
- grzmocić στα ελληνικά - Bang, Έκρηξη, κτύπημα, Μπανγκ, της Bang
Τυχαίες λέξεις
Szalować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυλεία
Μεταφράσεις: ξυλεία