Λέξη: ακλόνητος
Σχετικές λέξεις: ακλόνητος
ακλόνητος αντώνυμο, ακλόνητος βράχος σφακτηρία 425 π.χ, ακλόνητος συνώνυμο, ακλόνητος βράχος, ακλόνητοσ νουσ, ακλόνητος συνώνυμα
Συνώνυμα: ακλόνητος
σταθερός, ακράδαντος, αδιάσειστος
Μεταφράσεις: ακλόνητος
ακλόνητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
steadfast, unshaken, unfaltering, unshakeable, unwavering
ακλόνητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
constante, firme, impertérrito, inquebrantable, inconmovible, inamovible
ακλόνητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
felsenfest, unentwegt, fest, unerschütterlich, unerschüttert, unerschütterlichen, unerschütterliche, unerschütterlichem
ακλόνητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fiable, ferme, constant, assuré, consistant, solide, inébranlable, sûr, corsé, endurance, robuste, résistance, fort, inébranlables, ébranlée, ébranlé, inébranlée
ακλόνητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incrollabile, costante, fermo, irremovibile, unshaken, inconcussa, salda
ακλόνητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inabalado, firme, inabalável, inabalada, inabaláveis
ακλόνητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
standvastig, onwankelbaar, ongeschokt, onwrikbaar, onwankelbare, unshaken
ακλόνητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
твердокаменный, пристальный, стойкий, устойчивый, прочный, непреклонный, непоколебимый, крепкий, твердый, забористый, непоколебленный, непоколебленным, непоколебленной, непоколебимой, непоколебимым
ακλόνητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stø, fast, urokkelig, urokket, urokkelige, er urokket, unshaken
ακλόνητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stadig, fast, orubblig, unshaken, orubbad, orubbligt, orubbliga
ακλόνητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
horjumaton, järkähtämätön, järkkymättömän, horjumattomana
ακλόνητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
urokkelig, urokket, urokkelige, ryste paa, urørt
ακλόνητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pevný, neochvějný, spolehlivý, vytrvalý, stálý, neotřesený, neotřesen, neochvějnou, neotřesitelná, neochvějná
ακλόνητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
solidny, wytrzymały, mocny, niezłomny, pewny, niezachwiany, niezachwiana, niewzruszona, niezachwiane
ακλόνητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendületlen, rendíthetetlen, töretlen, megingathatatlan, rendíthetetlenné
ακλόνητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sarsılmaz, sarsılmaz bir, unshaken, sarsılmadan, sarsılmamış
ακλόνητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несхитний, міцний, непохитний, стійкий, тривкий, непоколебленним, непоколебленной
ακλόνητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i palëkundur, palëkundur, e palëkundur, patundur, i patundur
ακλόνητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непоколебим, непоклатима, непоколебима, непоклатими, неразклатена
ακλόνητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непоколебленный
ακλόνητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järjekindel, unshaken, vankumatu, vapustust
ακλόνητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ravnomjeran, čvrst, uravnotežen, uporan, prodoran, nepokolebljiv, neuzdrman, nepoljuljan, stamena
ακλόνητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugfastur, unshaken
ακλόνητος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
firmus, fortis
ακλόνητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvirtas, nepakirstas, nepalaužtas, Niezłomny, Nesatricināts
ακλόνητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesatricināts
ακλόνητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непоколеблива
ακλόνητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ferm, nezdruncinat, neclintită, neclintit, de nezdruncinat, nezdruncinată
ακλόνητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nepoljuljan, neomajno
ακλόνητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vytrvalý, neotrasené