Szamotać στα ελληνικά
Μετάφραση: szamotać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυγάς, αγωνίζομαι, συμπλοκή, αγώνας, ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κυριαρχία, ταλάντωση
Μεταφράσεις
- astrofizyka στα ελληνικά - αστροφυσική, Αστροφυσικής, την αστροφυσική, της αστροφυσικής, η αστροφυσική
- ciastko στα ελληνικά - κέικ, πόρνη, καυστικός, στυφός, τάρτα, μπισκότο, τούρτα, ...
- dokować στα ελληνικά - λάπαθο, αράζω, προβλήτα, αποβάθρα, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, ...
- elżbieta στα ελληνικά - Ελισάβετ, Elizabeth, Ελίζαμπεθ, η Ελισάβετ, η Elizabeth
Τυχαίες λέξεις
Szamotać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυγάς, αγωνίζομαι, συμπλοκή, αγώνας, ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κυριαρχία, ταλάντωση
Μεταφράσεις: καυγάς, αγωνίζομαι, συμπλοκή, αγώνας, ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κυριαρχία, ταλάντωση