Szantażować στα ελληνικά
Μετάφραση: szantażować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκβιασμός, εκβιάζω, εκβιασμό, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβιασμών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drożyna στα ελληνικά - πάροδος, δρομάκι, λωρίδα, μονοπάτι, μονοπατιού, μονοπάτι που, πεζοδρόμιο
- duszny στα ελληνικά - απεριποίητος, κολλώδης, πνιγηρός, αποπνικτικός, καταπιεστικός, κολλητικός, αποπνικτικό, ...
- egzarchat στα ελληνικά - εξαρχία, Εξαρχίας, εξαρχάτο, εξαρχάτου, εξαρχείας
- induktor στα ελληνικά - πηνίο, κουλούρα, επαγωγέας, επαγωγέα, πηνίου, επαγωγικό
Τυχαίες λέξεις
Szantażować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκβιασμός, εκβιάζω, εκβιασμό, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβιασμών
Μεταφράσεις: εκβιασμός, εκβιάζω, εκβιασμό, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβιασμών