Szczepionka στα ελληνικά
Μετάφραση: szczepionka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόσχευμα, μπηχτή, εμβόλιο, μπολιάζω, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Μεταφράσεις
- arteria στα ελληνικά - αρτηρία, δίοδος, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού
- dokumentować στα ελληνικά - έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
- dostąpić στα ελληνικά - προσέγγιση, μέθοδος, προσεγγίζω, πλησιάζω, αποκτήσουν, την απόκτηση, αποκτήσετε, ...
- gnieść στα ελληνικά - ζουλώ, συνωστισμός, μαλάζω, πρεσάρω, πατικώνω, πιέζω, πνίγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Szczepionka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόσχευμα, μπηχτή, εμβόλιο, μπολιάζω, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Μεταφράσεις: μόσχευμα, μπηχτή, εμβόλιο, μπολιάζω, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο