Εμβόλιο στα πολωνικά

Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczepionkowy, krowianka, szczepienie, szczepionka, szczepionki, szczepionkę, szczepionką, szczepionek
Εμβόλιο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβόλιο

εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας πολωνικά, εμβόλιο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εμβροντησία στα πολωνικά - zdziwienie, osłupienie, zesztywnienie, otępienie, zamroczenie, odrętwienie, zdumienie, ...
  • εμβρόντητος στα πολωνικά - milczący, niemy, ogłuszony, oszołomiony, oszołomieni, ogłuszone, oszołomiona
  • εμείς στα πολωνικά - my, mamy, nam, możemy, że
  • εμμένω στα πολωνικά - doczekać, wytrwać, obstawać, stosować, wytrzymywać, przebywać, przywierać, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: szczepionkowy, krowianka, szczepienie, szczepionka, szczepionki, szczepionkę, szczepionką, szczepionek