Szczycić στα ελληνικά
Μετάφραση: szczycić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπαρση, καμάρι, υπερηφάνεια, υπερηφάνειας, περηφάνια, την υπερηφάνεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- banalność στα ελληνικά - πεζότητα, κοινοτοπία, κοινοτυπία, κοινοτυπίας, κοινοτοπίας, της κοινοτοπίας
- bierwiono στα ελληνικά - κούτσουρο, Yule, Χριστούγεννα, τη Yule, Yule που, Yule την
- dół στα ελληνικά - κοίλος, πόδι, ορυχείο, βαθουλωμένος, κούφιος, πούπουλο, υπόκωφος, ...
- holm στα ελληνικά - νησίδα μέσα σε ποταμό, Holm, αριάς, αρίας, αριά
Τυχαίες λέξεις
Szczycić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπαρση, καμάρι, υπερηφάνεια, υπερηφάνειας, περηφάνια, την υπερηφάνεια
Μεταφράσεις: έπαρση, καμάρι, υπερηφάνεια, υπερηφάνειας, περηφάνια, την υπερηφάνεια