Λέξη: γεύμα

Σχετικές λέξεις: γεύμα

γεύμα στη βεράντα διακόσμηση μπαλκονιού, γεύμα μετά την προπόνηση, γεύμα μερκελ, γεύμα kosher, γεύμα με την κ, γεύμα μαρινάκη-δούρου στον πειραιά, γεύμα χριστουγέννων, γεύμα πριν την προπόνηση, γεύμα με φίλους, γεύμα για δύο

Συνώνυμα: γεύμα

φαγητό, πληγούρι

Μεταφράσεις: γεύμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
meal, lunch, dinner, meals, a meal
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sémola, comida, harina, la comida, de la comida, cena
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mahlzeit, essen, feingrieß, mahl, Mahlzeit, Essen, einer Mahlzeit, Mehl, Mahlzeiten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
semoule, farine, repas, un repas, semoules, plat
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
farina, pasto, pasti, cena, semolini
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sêmola, refeição, comida, prado, alimentação, de alimentação, farinha, refeições
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bloem, eten, maaltijd, griesmeel, meel, een maaltijd, van een maaltijd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трапеза, кушанье, застолье, мука, пища, пропитание, еда, Питания, еды, блюдо
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
måltid, måltidet, prisen, prisen for et, prisen for et måltid
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
måltid, priset, måltiden, middag
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jauhot, ateria, karkeat jauhot, aterian, meal, ateriatoimitus, ateriaa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
måltid, mel, et måltids, måltids, gryn, gryn af
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
moučka, mouka, jídlo, jídla, snídaně, krupice
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kasza, mąka, posiłek, jedzenie, posiłku, mączka
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csontliszt, korpa, étkezés, Étkezési, Meal, étel, Étkezesi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yemek, öğün, bir yemek, yemeği, meal, unu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
убогість, їжа, еда
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vakt, miell, ushqim, vakt të, ushqimor
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ядене, брашно, хранене, храна, грис, ястие
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мука, ежа, еда
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jahu, sööki, eine, lihtjahu, söögikorra
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
večera, hrana, obrok, obroka, jelo, brašno, jela
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
máltíð, grófmalað, mjöl, eða grófmalað
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valgymas, miltai, rupiniai, miltų, valgio, miltus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ēdienreize, maltīte, miltus, maltīti, rupja maluma milti, rupja maluma
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оброкот, оброк, јадење, храна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
masă, făină, meselor, masa, făină de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obrok, moka, zdrob, moke, zdroba
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jedlo, reštaurácia

Στατιστικά δημοτικότητας: γεύμα

Τυχαίες λέξεις