Szorstki στα ελληνικά
Μετάφραση: szorstki, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χονδροειδής, απότομος, ωμός, κουρελιασμένος, ευθύς, άγριος, ακατέργαστος, κοφτός, σκληρός, τραχύς, ντόμπρος, αμβλύς, αυστηρός, μονοκόμματος, δριμύς, μπλόφα, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- centralizacja στα ελληνικά - συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού, κεντροποίηση
- dopingować στα ελληνικά - ρίζα, ευθυμία, κέφι, ευθυμίας, την ευθυμία, ζητωκραυγάζω
- estetyczny στα ελληνικά - αισθητικός, αισθητική, αισθητικής, αισθητικές, αισθητικό
- hipertekst στα ελληνικά - υπερκειμένου, hypertext, υπερκειμένων, υπερκείμενο, το υπερκείμενο
Τυχαίες λέξεις
Szorstki στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χονδροειδής, απότομος, ωμός, κουρελιασμένος, ευθύς, άγριος, ακατέργαστος, κοφτός, σκληρός, τραχύς, ντόμπρος, αμβλύς, αυστηρός, μονοκόμματος, δριμύς, μπλόφα, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Μεταφράσεις: χονδροειδής, απότομος, ωμός, κουρελιασμένος, ευθύς, άγριος, ακατέργαστος, κοφτός, σκληρός, τραχύς, ντόμπρος, αμβλύς, αυστηρός, μονοκόμματος, δριμύς, μπλόφα, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα