Sztaplować στα ελληνικά

Μετάφραση: sztaplować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάδα, σωρός, καπνοδόχος, στοίβα, στοίβας, stack
Sztaplować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antenat στα ελληνικά - πρόγονος, πρόγονο, προγόνου, πρόγονός, προγόνων
  • dermatologiczny στα ελληνικά - Δερματολογικά, Δερματολογικός, Δερματολογικές, δερματολογία, στη δερματολογία
  • diariusz στα ελληνικά - ημερολόγιο, ημερολογίου, ημερολόγιό, το ημερολόγιο, Diary
  • halowy στα ελληνικά - εσωτερικός, αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Τυχαίες λέξεις
Sztaplować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάδα, σωρός, καπνοδόχος, στοίβα, στοίβας, stack