Tłok στα ελληνικά
Μετάφραση: tłok, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήθος, έμβολο, κολοκύθι, συναθροίζομαι, πρεσάρω, πιέζω, συρρέω, συνωστισμός, ζουλώ, πιστόνι, πατικώνω, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aklimatyzowanie στα ελληνικά - denizened
- blanka στα ελληνικά - Blanka, Η Μπλάνκα, Μπλάνκα, Μπιάνκα, αθλήτρια ύψους Μπλάνκα
- emblemat στα ελληνικά - διακριτικό, γαλόνι, έμβλημα, εμβλήματος, το έμβλημα, σύμβολο, έμβλημα της
- hydraulika στα ελληνικά - υδραυλικός, υδραυλική, υδραυλικό, υδραυλικά, υδραυλικό σύστημα, υδραυλικά συστήματα
Τυχαίες λέξεις
Tłok στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήθος, έμβολο, κολοκύθι, συναθροίζομαι, πρεσάρω, πιέζω, συρρέω, συνωστισμός, ζουλώ, πιστόνι, πατικώνω, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων
Μεταφράσεις: πλήθος, έμβολο, κολοκύθι, συναθροίζομαι, πρεσάρω, πιέζω, συρρέω, συνωστισμός, ζουλώ, πιστόνι, πατικώνω, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων