Trafiać στα ελληνικά

Μετάφραση: trafiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζω, βαρώ, χτυπώ, απεργία, σουξέ, πιάνω, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
Trafiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apostoł στα ελληνικά - απόστολος, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
  • festyn στα ελληνικά - πανήγυρη, πανηγύρι, συμπόσιο, πανδαισία, ευωχούμαι, εορτή, πικνίκ, ...
  • fotoemisja στα ελληνικά - ημιαγώγιμα, φωτοεκπομπή, φωτοεκπομπής, φωτοεκπομπή που, με φωτοεκπομπή
  • grypa στα ελληνικά - γρίπη, γρίπης, της γρίπης, γρίπης των, γρίπη των
Τυχαίες λέξεις
Trafiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζω, βαρώ, χτυπώ, απεργία, σουξέ, πιάνω, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε