Traktować στα ελληνικά
Μετάφραση: traktować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, κέρασμα, θεραπεύω, χερούλι, μεταχειρίζομαι, αγορά, χειρίζομαι, κερνώ, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezżenny στα ελληνικά - άγαμος, άγαμα, άγαμων, ανύπαντρα, άγαμο
- biodegradacja στα ελληνικά - βιοαποικοδόμηση, βιοαποικοδόμησης, βιοαποδόμησης, βιοδιάσπασης, βιοδιάσπαση
- diecezjalny στα ελληνικά - επαρχιούχος, diocesan, επισκοπής, επαρχιούχους, Επισκοπικά
- gnojowisko στα ελληνικά - σωρός κοπριάς
Τυχαίες λέξεις
Traktować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, κέρασμα, θεραπεύω, χερούλι, μεταχειρίζομαι, αγορά, χειρίζομαι, κερνώ, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Μεταφράσεις: μοιράζω, κέρασμα, θεραπεύω, χερούλι, μεταχειρίζομαι, αγορά, χειρίζομαι, κερνώ, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση