Tratować στα ελληνικά

Μετάφραση: tratować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πατημασιά, τσαλαπατώ, βήμα, ποδοπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει
Tratować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balsamować στα ελληνικά - άρωμα, ευωδιά, ταριχεύω, βαλσαμώνω, βαλσάμωναν, βαλσαμώνουν, ταρίχευση, ...
  • bazgracz στα ελληνικά - κακογράφος
  • bilansista στα ελληνικά - λογιστής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
  • ekstatyczny στα ελληνικά - εκστατικός, εκστατική, εκστατικό, εκστατικής, εκστατικά
Τυχαίες λέξεις
Tratować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πατημασιά, τσαλαπατώ, βήμα, ποδοπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει