Trawienie στα ελληνικά

Μετάφραση: trawienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέψη, χώνεψη, χώνευση, πέψης, την πέψη, πέψεως
Trawienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acetylen στα ελληνικά - ασετυλίνη, ακετυλένιο, ακετυλενίου, το ακετυλένιο, ασετυλίνης
  • bufor-multiplekser στα ελληνικά - ρυθμιστικό, ρυθμιστικού, ρυθμιστικό διάλυμα, ρυθμιστικού διαλύματος, buffer
  • fajerwerk στα ελληνικά - πυροτέχνημα, πυροτεχνήματα, πυροτεχνημάτων, πυροτεχνήματος, τα πυροτεχνήματα
  • głupol στα ελληνικά - ηλίθιος, Stupid, ηλίθιο, ηλίθια, ηλιθίων
Τυχαίες λέξεις
Trawienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέψη, χώνεψη, χώνευση, πέψης, την πέψη, πέψεως