Trwać στα ελληνικά

Μετάφραση: trwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελευταίος, εμμένω, φτουρώ, συνεχίζομαι, αντέχω, συνεχίζω, υπομένω, αποκτώ, προμηθεύομαι, διαρκώ, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Trwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • architektonika στα ελληνικά - αρχιτεκτονικής
  • blankiet στα ελληνικά - γλιστρώ, λευκός, δελτίο, ολίσθημα, παραδρομή, κενό, άγραφτος, ...
  • bufor στα ελληνικά - ασπίδα, ρυθμιστικό, ρυθμιστικού, ρυθμιστικό διάλυμα, ρυθμιστικού διαλύματος, buffer
  • dalekość στα ελληνικά - απόσταση
Τυχαίες λέξεις
Trwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελευταίος, εμμένω, φτουρώ, συνεχίζομαι, αντέχω, συνεχίζω, υπομένω, αποκτώ, προμηθεύομαι, διαρκώ, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο