Trwałość στα ελληνικά
Μετάφραση: trwałość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βίος, διάρκεια, επιμονή, ισόβιος, εμμονή, σταθερότητα, ζωή, αντοχή, ανθεκτικότητα, διατηρησιμότητας, αντοχής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biografia στα ελληνικά - βιογραφία, βιογραφικό, βιογραφία του, Η βιογραφία, βιογραφίας
- dośrodkowo στα ελληνικά - ομοκεντρικώς, ομοκέντρως, ομόκεντρα, ομοκεντρικά, συγκεντρικά
- dyspensować στα ελληνικά - απονέμω, απαλλάξει, να απαλλάξει, διανομή, διανέμουν, μην
- embrion στα ελληνικά - έμβρυο, εμβρύου, εμβρύων, έμβρυα, του εμβρύου
Τυχαίες λέξεις
Trwałość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βίος, διάρκεια, επιμονή, ισόβιος, εμμονή, σταθερότητα, ζωή, αντοχή, ανθεκτικότητα, διατηρησιμότητας, αντοχής
Μεταφράσεις: βίος, διάρκεια, επιμονή, ισόβιος, εμμονή, σταθερότητα, ζωή, αντοχή, ανθεκτικότητα, διατηρησιμότητας, αντοχής