Trwały στα ελληνικά

Μετάφραση: trwały, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυποχώρητος, μόνιμος, διαρκείας, αδιάκοπος, συνεχής, επίμονος, διαρκής, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
Trwały στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • araukaria στα ελληνικά - Araucaria, αροκάρια
  • dziadek στα ελληνικά - πιπίλα, παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
  • embriologia στα ελληνικά - εμβρυολογία, Εμβρυολογίας, την εμβρυολογία, εμβρυολογικό, η εμβρυολογία
  • głowica στα ελληνικά - πρωτεύουσα, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
Τυχαίες λέξεις
Trwały στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυποχώρητος, μόνιμος, διαρκείας, αδιάκοπος, συνεχής, επίμονος, διαρκής, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο