Tuczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: tuczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χόνδρος, χοντρός, τροφοδοτώ, παχουλός, ταΐζω, σιτίζω, τροφαντός, λίπος, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpieczne στα ελληνικά - ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
- buntowniczy στα ελληνικά - πολυτάραχος, θυελλώδης, στασιαστικός, αηδιαστικός, ιταμός, επαναστατικός, ανυπότακτος, ...
- duszenie στα ελληνικά - σιγοβράζω, υποθάλπω, ασφυξία, ασφυξίας, πνιγμού, η ασφυξία
- fatygować στα ελληνικά - ταλαιπωρία, μπελάς, ενοχλώ, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
Τυχαίες λέξεις
Tuczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χόνδρος, χοντρός, τροφοδοτώ, παχουλός, ταΐζω, σιτίζω, τροφαντός, λίπος, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
Μεταφράσεις: χόνδρος, χοντρός, τροφοδοτώ, παχουλός, ταΐζω, σιτίζω, τροφαντός, λίπος, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των