Tymczasowy στα ελληνικά
Μετάφραση: tymczasowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμικός, χρονικός, πτητικός, πρόσκαιρος, εγκόσμιος, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ambulans στα ελληνικά - νοσοκομειακό, ασθενοφόρο, ασθενοφόρων, ασθενοφόρου, το ασθενοφόρο, ασθενοφόρα
- autorytatywny στα ελληνικά - απολυταρχικός, έγκυρος, επιβλητικός, επιτακτικός, επίσημος, έγκυρες, έγκυρη, ...
- dodawać-odejmować στα ελληνικά - add-, πρόσθετο, το πρόσθετο, πρόσθετα, πρόσθετη
- drwal στα ελληνικά - ξυλοκόπος, ξυλοκόπο, υλοτόμος, woodcutter, ξυλοκόπου
Τυχαίες λέξεις
Tymczasowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμικός, χρονικός, πτητικός, πρόσκαιρος, εγκόσμιος, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
Μεταφράσεις: κοσμικός, χρονικός, πτητικός, πρόσκαιρος, εγκόσμιος, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές