Λέξη: ορατότητα

Σχετικές λέξεις: ορατότητα

περιορισμένη ορατότητα, ορατότητα συνώνυμα, καιρός ορατότητα

Συνώνυμα: ορατότητα

ορατότης, θέα

Μεταφράσεις: ορατότητα

ορατότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
visibility, visibility of, vision

ορατότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
visibilidad, la visibilidad, visibilidad de, la visibilidad de, de visibilidad

ορατότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sicht, sichtbarkeit, Sichtbarkeit, Sicht, die Sichtbarkeit

ορατότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
visibilité, la visibilité, une visibilité, de visibilité, visibilité en

ορατότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
visibilità, la visibilità, una visibilità, di visibilità, grafica

ορατότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
visibilidade, a visibilidade, de visibilidade

ορατότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zichtbaarheid, zicht, de zichtbaarheid, zichtbaar, zichtbaarheid van

ορατότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
видимость, видимости, обзор, обзорность, наглядность

ορατότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
siktbarhet, synlighet, sikt, synligheten, synlig, sikten

ορατότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
synlighet, sikt, synligheten, sikten, synbarhet

ορατότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näkyvyys, näkyvyyttä, näkyvyyden, näkyvyyttäsi, näkyvyyteen

ορατότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
synlighed, synligheden, synlig, udsyn, sigtbarhed

ορατότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dohlednost, viditelnost, viditelnosti, zviditelnění, výhled

ορατότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uwidocznienie, dostrzegalność, widzialność, widoczność, dostępność, wyrazistość, wizualność, widoczności, widzialności

ορατότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
láthatóság, láthatóságát, láthatóságának, láthatósága, láthatóságot

ορατότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
görünürlük, görünürlüğü, görüş, görünürlüğünü, bir görünürlük

ορατότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
візи, видимість

ορατότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dukshmëri, shikimit, dukshmëria, dukshmërisë, dukshmëri të

ορατότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
видимост, видимостта, прозрачност, видимостта на, видимост на

ορατότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бачнасць, бачнасьць

ορατότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nähtavus, nähtavust, nähtavuse, nähtavamaks, nähtavusega

ορατότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vidljivost, vidljivosti, preglednost, je vidljivost

ορατότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skyggni, Sýnileiki, sýnileika, sýnilegri, sýnilegt

ορατότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
matomumas, matomumą, matomumo, apžvelgiamumas, aptinkam

ορατότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
redzamība, redzamību, redzamības, atpazīstamība, atpazīstamību

ορατότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
видливост, прегледност, видливоста, прегледноста, на видливоста

ορατότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vizibilitate, vizibilitatea, vizibilității, o vizibilitate, de vizibilitate

ορατότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vidnost, vidljivost, prepoznavnost, vidnosti, vidljivosti

ορατότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
viditeľnosť, zviditeľnenie, viditeľnosti
Τυχαίες λέξεις