Uściślać στα ελληνικά
Μετάφραση: uściślać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκρίνομαι, καθορίζω, εξευγενισμένα, και εξευγενισμένα, εξευγενισμένου, εξευγενισμένο, εκλεπτυσμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beczkarnia στα ελληνικά - βαρελοποίια
- długotrwałość στα ελληνικά - μήκος, βιωσιμότητα, αειφορία, βιωσιμότητας, αειφορίας, τη βιωσιμότητα
- eksperymentowanie στα ελληνικά - πείραμα, πειραματίζομαι, πειραματισμός, πειραματισμό, πειραματισμού, πειραματισμούς, τον πειραματισμό
Τυχαίες λέξεις
Uściślać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, καθορίζω, εξευγενισμένα, και εξευγενισμένα, εξευγενισμένου, εξευγενισμένο, εκλεπτυσμένη
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, καθορίζω, εξευγενισμένα, και εξευγενισμένα, εξευγενισμένου, εξευγενισμένο, εκλεπτυσμένη