Uściślić στα ελληνικά

Μετάφραση: uściślić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτιώνω, ραφινάρω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
Uściślić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czmychnąć στα ελληνικά - αφηνιάζω, φυγή, φύγουν, φύγει, εγκαταλείψουν, φεύγουν
  • dalekobieżny στα ελληνικά - υπεραστικές, μεγάλων αποστάσεων, μεγάλες αποστάσεις, σε μεγάλες αποστάσεις, μεγάλης απόστασης
  • finansowy στα ελληνικά - οικονομικός, χρηματοοικονομικές, χρηματοοικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
Τυχαίες λέξεις
Uściślić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτιώνω, ραφινάρω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει