Ubezpieczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: ubezpieczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βεβαιώνομαι, εξασφαλίζω, ασφάλιση, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chrzan στα ελληνικά - χρένο, κοχλιαρίας, χρένου, ραφανιδική, κρένου
- defilowanie στα ελληνικά - ξεφουσκώνει, ξεφούσκωμα, αποπληθωρισμό, αποπληθωρισμού, το ξεφούσκωμα
- dewastacja στα ελληνικά - ρημάζω, όλεθρος, ρήμαγμα, βανδαλισμός, καταστρέφω, ερήμωση, καταστροφή, ...
- głębinowy στα ελληνικά - βαθέων υδάτων, βαθέων, ανοικτής θάλασσας, ανοικτής θαλάσσης
Τυχαίες λέξεις
Ubezpieczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βεβαιώνομαι, εξασφαλίζω, ασφάλιση, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Μεταφράσεις: βεβαιώνομαι, εξασφαλίζω, ασφάλιση, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών