Βεβαιώνομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: βεβαιώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabezpieczać, upewnić, zagwarantować, sprawdzić, gwarantować, zapewnić, zapewniać, ubezpieczyć, sprawdzać, I, ja, mi, że, mam
Βεβαιώνομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βεβαιώνομαι

βεβαιώνομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, βεβαιώνομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βεβαίως στα πολωνικά - pewnie, niechybnie, oczywiście, niewątpliwie, na pewno, pewno, z pewnością, ...
  • βεβαιότητα στα πολωνικά - pewnik, pewność, pewności
  • βεβαιώνω στα πολωνικά - zapewniać, upewniać, twierdzić, potwierdzać, zabezpieczyć, gwarantować, utrzymywać, ...
  • βεβηλώνω στα πολωνικά - defilować, kalać, zanieczyszczać, przedefilować, zanieczyścić, wąwóz, zbezcześcić, ...
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιώνομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zabezpieczać, upewnić, zagwarantować, sprawdzić, gwarantować, zapewnić, zapewniać, ubezpieczyć, sprawdzać, I, ja, mi, że, mam