Uciułać στα ελληνικά
Μετάφραση: uciułać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασώζω, εκτός, αποταμιεύω, αποκρούω, συμμαζέψει, ξύσει μαζί
Μεταφράσεις
- agat στα ελληνικά - αχάτη, αχάτης, agate, από αχάτη
- dietetyka στα ελληνικά - διαιτολογία, Διαιτολογίας, της διαιτολογίας, τη διαιτητική, διαιτολογικού
- dyktat στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
- ideologicznie στα ελληνικά - ιδεολογικά, ιδεολογική, ιδεολογικό, ιδεολογικού
Τυχαίες λέξεις
Uciułać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασώζω, εκτός, αποταμιεύω, αποκρούω, συμμαζέψει, ξύσει μαζί
Μεταφράσεις: διασώζω, εκτός, αποταμιεύω, αποκρούω, συμμαζέψει, ξύσει μαζί