Udeptywać στα ελληνικά
Μετάφραση: udeptywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βήμα, πατημασιά, τσαλαπατώ
Μεταφράσεις
- atłasowy στα ελληνικά - στιλπνός, σατέν, απαλός, σατινέ, satin, ατλάζι
- automatycznie στα ελληνικά - αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα
- gapiowaty στα ελληνικά - χαζός, απρόσεκτος, απρόσεκτη, απρόσεκτοι, απρόσεκτο, απρόσεκτες
- hermeneutyka στα ελληνικά - ερμηνευτικής, ερμηνευτική, της ερμηνευτικής, ερμηνευτικές, την ερμηνευτική
Τυχαίες λέξεις
Udeptywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βήμα, πατημασιά, τσαλαπατώ
Μεταφράσεις: βήμα, πατημασιά, τσαλαπατώ