Ukazywać στα ελληνικά
Μετάφραση: ukazywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφαίνω, διαφαίνομαι, δείχνω, εμφανίζομαι, παράσταση, φαίνομαι, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, δείχνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolutysta στα ελληνικά - απολυταρχικός, απολυταρχικό, απολυταρχική, απολυταρχίας, απολυταρχικές
- bezokolicznik στα ελληνικά - απαρέμφατο
- domieszać στα ελληνικά - ανακατεύω, ανακατώνω, μίγμα, αναμιγνύω, προσμιγνύω, πρόσμικτο, πρόσμιγμα, ...
- dowcipny στα ελληνικά - σπιρτόζος, πνευματώδης, ευτράπελος, αστείος, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, ...
Τυχαίες λέξεις
Ukazywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφαίνω, διαφαίνομαι, δείχνω, εμφανίζομαι, παράσταση, φαίνομαι, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, δείχνουν
Μεταφράσεις: εμφαίνω, διαφαίνομαι, δείχνω, εμφανίζομαι, παράσταση, φαίνομαι, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, δείχνουν