Ulepszać στα ελληνικά
Μετάφραση: ulepszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροποποιώ, βελτιώνω, βελτιώνομαι, αναβαθμίζω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alchemiczny στα ελληνικά - αλχημική, αλχημικά, αλχημικές
- cyfra στα ελληνικά - πρόσωπο, ψηφίο, αριθμός, Πενταψήφιο, ψηφίων, ψήφιο, ψηφία
- cyrklować στα ελληνικά - υπολογίζω, λάβουν υπόψη, εκτιμούν, λάβουν υπόψη τους, υπολογίζουν
- czaszkowy στα ελληνικά - κρανιακός, κρανιακή, κρανιακών, κρανιακής, κρανιακές
Τυχαίες λέξεις
Ulepszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροποποιώ, βελτιώνω, βελτιώνομαι, αναβαθμίζω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Μεταφράσεις: τροποποιώ, βελτιώνω, βελτιώνομαι, αναβαθμίζω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν