Umoczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: umoczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, εμποτίζω, μουσκεύω
Umoczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktywowanie στα ελληνικά - ενεργοποίηση, δραστηριοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως
  • artystycznie στα ελληνικά - καλλιτεχνικά, καλλιτεχνική, καλλιτεχνικό, καλλιτεχνικής, εικαστικά
  • drogowskaz στα ελληνικά - ταμπέλα, οδοδείκτης, Προσανατολισμού για, Προσανατολισμού των, Προσανατολισμού για τους
  • geodezja στα ελληνικά - γεωδαισία, γεωδαισίας, τη γεωδαισία, της γεωδαισίας, η γεωδαισία
Τυχαίες λέξεις
Umoczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, εμποτίζω, μουσκεύω