Umyć στα ελληνικά
Μετάφραση: umyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aklamować στα ελληνικά - επικροτώ, επιδοκιμάζω, επευφημώ, αναγνώριση, acclaim, επευφημίες
- burzyć στα ελληνικά - ξεχύνομαι, αναμαλλιάζω, ισοπεδώνω, κύμα, τρικυμία, καταστρέφω, κατεδαφίζω, ...
- dandys στα ελληνικά - δανδής, dandy, δανδή, φιλάρεσκος, πρώτης τάξεως
- gangrenować στα ελληνικά - γάγγραινα, γάγγραινας, τη γάγγραινα, η γάγγραινα
Τυχαίες λέξεις
Umyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος