Προσαύξηση στα αγγλικά

Μετάφραση: προσαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accretion, surcharge, increment, increase, an increase
Προσαύξηση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: προσαύξηση

increment
  • αύξηση
  • προσαύξηση
  • επαύξηση
surcharge
  • προσαύξηση
  • επιβάρυνση
  • πρόσθετη επιβάρυνση

Σχετικές λέξεις: προσαύξηση

προσαύξηση κυριακής, προσαύξηση δώρου πάσχα, προσαύξηση σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών, προσαύξηση νυχτερινής εργασίας, προσαύξηση φπα 2014, προσαύξηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, προσαύξηση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • προσαρμογή στα αγγλικά - adaptation, adjustment, adapting, fitting, adapt
  • προσαρμόζω στα αγγλικά - gear, adapt, adjust, fit, accommodate to, customize
  • προσβάλλομαι στα αγγλικά - contract, take umbrage
  • προσβάλλω στα αγγλικά - slight, offend, insult, blackguard, encroach, assault, mob
Τυχαίες λέξεις
Προσαύξηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: accretion, surcharge, increment, increase, an increase