Umykać στα ελληνικά
Μετάφραση: umykać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεφεύγω, διαφεύγω, δραπετεύω, αποφεύγω, διαλανθάνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autochtoni στα ελληνικά - ιθαγενείς, αυτόχθοντες, Αβοριγίνων, τους αυτόχθονες κατοίκους, Αβοριγίνων της
- gruzełek στα ελληνικά - ψίχα, ψίχουλο, φυμάτι, tubercle, φυματίου, φυματίωσης, της φυματίωσης
- improwizować στα ελληνικά - αυτοσχεδιάζω, αυτοσχεδιάζουν, αυτοσχεδιάσει, αυτοσχεδιάσουν, αυτοσχεδιάζει
- inwentarzowy στα ελληνικά - Απογραφή, απογραφής, Inventory, Αποθεμάτων, Απόθεμα
Τυχαίες λέξεις
Umykać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεφεύγω, διαφεύγω, δραπετεύω, αποφεύγω, διαλανθάνω
Μεταφράσεις: ξεφεύγω, διαφεύγω, δραπετεύω, αποφεύγω, διαλανθάνω