Uogólnienie στα ελληνικά
Μετάφραση: uogólnienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενίκευση, γενικότητα, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agitacja στα ελληνικά - ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
- autorytet στα ελληνικά - κύρος, αυθεντία, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
- błoniasty στα ελληνικά - μεμβρανώδης, μεμβρανώδη, μεμβρανώδους, μεμβρανώδες, μεμβρανώδεις
- flaming στα ελληνικά - φοινικόπτερος, Flamingo, φλαμίνγκο, φλαμίγκο, φλαμίνγκο της
Τυχαίες λέξεις
Uogólnienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενίκευση, γενικότητα, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
Μεταφράσεις: γενίκευση, γενικότητα, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση