Uprawomocniać στα ελληνικά

Μετάφραση: uprawomocniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρώνω, επικύρωση, επικυρώνει, επικυρώνουν, επικυρώσει, την επικύρωση
Uprawomocniać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apretować στα ελληνικά - τέλος, τερματισμός, τελειώνω, περατώνω
  • as στα ελληνικά - άσσος, ACE, ΜΕΑ, άσσο, άσος
  • dotkliwość στα ελληνικά - αυστηρότητα, δριμύτητα, σοβαρότητα, σοβαρότητας, βαρύτητα
  • energia στα ελληνικά - δραστηριότητα, οδηγώ, βίος, ζωή, εξαντλώ, γκελ, ζουμί, ...
Τυχαίες λέξεις
Uprawomocniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρώνω, επικύρωση, επικυρώνει, επικυρώνουν, επικυρώσει, την επικύρωση