Urywać στα ελληνικά
Μετάφραση: urywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκόβω, κόβω, Κόβετε, κόψτε, κόψετε, δάκρυ από, σχίστε μακριά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amazonka στα ελληνικά - αμαζόνα, Amazon, του Αμαζονίου, Αμαζώνας, το amazon
- dżyn στα ελληνικά - κλαγγή, κουδούνισμα, clang, θόρυβος που έμοιαζε, αντηχώ
- farba στα ελληνικά - βάφω, λουστράρισμα, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
- filuterność στα ελληνικά - παιχνίδισμα, playfulness, διάθεση για παιχνίδι, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη διάθεση
Τυχαίες λέξεις
Urywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκόβω, κόβω, Κόβετε, κόψτε, κόψετε, δάκρυ από, σχίστε μακριά
Μεταφράσεις: αποκόβω, κόβω, Κόβετε, κόψτε, κόψετε, δάκρυ από, σχίστε μακριά