Usłuchać στα ελληνικά
Μετάφραση: usłuchać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, υπακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις
- afiliacja στα ελληνικά - ασφάλισης, υπαγωγή, υπαγωγής, την υπαγωγή, η υπαγωγή
- akwarela στα ελληνικά - ακουαρέλα, υδατογραφία, ακουαρέλας, watercolor, υδατογραφίας
- biometria στα ελληνικά - βιομετρικά στοιχεία, βιομετρία, βιομετρίας, βιομετρικών στοιχείων, τη χρήση βιομετρικών στοιχείων
- chodak στα ελληνικά - τσόκαρο, βώλος, βουλώνω, εμποδίζω, clog που, κωλύω
Τυχαίες λέξεις
Usłuchać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, υπακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις: ακούω, υπακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε