Usiać στα ελληνικά

Μετάφραση: usiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρφί, ιπποτροφείο, κουμπί, επιπάσσω, στρώνω, strew, σκορπίσει, σκορπίζουν τα
Usiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amnestia στα ελληνικά - αμνηστία, Αμνηστίας, Αμνηστίας για, την αμνηστία, αμνηστεία
  • anemon στα ελληνικά - ανεμώνη, Anemone, ανεμώνης, ανεμώνες, ανεμώνα
  • determinanta στα ελληνικά - καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα
  • falistość στα ελληνικά - κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
Τυχαίες λέξεις
Usiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρφί, ιπποτροφείο, κουμπί, επιπάσσω, στρώνω, strew, σκορπίσει, σκορπίζουν τα