Λέξη: ακατάδεχτος
Συνώνυμα: ακατάδεχτος
αγέρωχος, υπεροπτικός, αλαζονικός, αλαζών
Μεταφράσεις: ακατάδεχτος
ακατάδεχτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aloof, haughty, stand offish
ακατάδεχτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
altivo, altanero, arrogante, altiva, altanera
ακατάδεχτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fern, reserviert, hochmütig, hochmütigen, hochmütige, stolzen, stolz
ακατάδεχτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réservé, éloigné, retenu, hautain, hautaine, orgueilleux, altière, fière
ακατάδεχτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riservato, altezzoso, altero, altezzosa, altera, superbo
ακατάδεχτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
altivo, arrogante, altiva, soberbo, haughty
ακατάδεχτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hooghartig, hoogmoedig, hooghartige, hoogmoedige, haughty
ακατάδεχτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отрешенный, отчужденный, надменный, индифферентный, нелюбезный, обособленно, сторонящийся, равнодушный, поодаль, надменным, высокомерный, надменная, надменно
ακατάδεχτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reservert, hovmodig, hovmodige, modige, overmodige, ophøiet sig
ακατάδεχτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
haughty, högdragen, högdragna, högdraget, högfärdig
ακατάδεχτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etäinen, ylimielinen, ylpiät, korskeilevat, korskeilivat, kopea
ακατάδεχτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hovmodige, hovmodig, stolte, stolt, hovmode
ακατάδεχτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rezervovaný, povýšený, nadutý, povýšeně, povýšená, domýšliví
ακατάδεχτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyniośle, powściągliwy, wyniosły, hardy, butny, dumny, wyniosłe
ακατάδεχτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gőgös, dölyfös, gõgös, fennhéjázó
ακατάδεχτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mağrur, kibirli, haughty, mağrur bir, kibirli bir
ακατάδεχτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віддалік, гордовитий, пихатий, зарозумілий, бундючний, гордовита
ακατάδεχτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryelartë, arrogant, fodulle, ngrihet, krenohesh
ακατάδεχτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надменен, високомерен, високомерният, високомерна, горделив
ακατάδεχτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
напышлівы, фанабэрысты, ганарысты, Пагардлівы
ακατάδεχτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reserveeritud, eemalviibiv, eraldi, upsakas, üleolev, ülbed, upsakad, kõrk
ακατάδεχτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ravnodušan, izdaleka, dalek, podalje, ohol, oholi, sujetan, oholice, bahat
ακατάδεχτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrokafull, drambsamur
ακατάδεχτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išdidus, išdidžiai, pasididžiuoja, haughty, puikybėn
ακατάδεχτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lepns, augstprātīgs, augstprātīgi, iedomīgi, augstprātība
ακατάδεχτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
горделив, гордиот, возгордеаната, надуениот, надмениот
ακατάδεχτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arogant, trufaș, trufașe, semeț, mândru
ακατάδεχτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ošabni, ošaben, ponosen, naduti, prevzetno
ακατάδεχτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rezervovaný, povýšený, pasovaný, povýšenecký, udelený šľachtický, namyslený