Ustępliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: ustępliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκαμπτος, ενδοτικός, ευλύγιστος, ανθεκτικός, αποδίδοντας, δίδοντας, δίνοντας, παρέχοντας, αποδοθέντων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- budżetowy στα ελληνικά - χρηματοοικονομικές, χρηματοοικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
- cień στα ελληνικά - σκιά, φάντασμα, στοιχείο, σκιώδεις, σκιάς, τη σκιά, σκιώδης
- czynnościowy στα ελληνικά - λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά
- dwojenie στα ελληνικά - δυο, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διαίρεση, διαχωρισμού
Τυχαίες λέξεις
Ustępliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκαμπτος, ενδοτικός, ευλύγιστος, ανθεκτικός, αποδίδοντας, δίδοντας, δίνοντας, παρέχοντας, αποδοθέντων
Μεταφράσεις: εύκαμπτος, ενδοτικός, ευλύγιστος, ανθεκτικός, αποδίδοντας, δίδοντας, δίνοντας, παρέχοντας, αποδοθέντων