Uszko στα ελληνικά
Μετάφραση: uszko, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειρίζομαι, βλάβη, μεταχειρίζομαι, βλάπτω, χερούλι, ζημιά, κατεστραμμένο, κατεστραμμένα, καταστραφεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolutnie στα ελληνικά - τελείως, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
- domek στα ελληνικά - σφηνώνω, οίκος, καταλύω, διπλοκατοικία, σπίτι, σπιτιού, το σπίτι, ...
- gacek στα ελληνικά - νυχτερίδα, ρόπαλο, ΒΔΤ, ρόπαλο του, νυχτερίδας
- goryczkowy στα ελληνικά - πικρός, δριμύς, gentianaceous
Τυχαίες λέξεις
Uszko στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειρίζομαι, βλάβη, μεταχειρίζομαι, βλάπτω, χερούλι, ζημιά, κατεστραμμένο, κατεστραμμένα, καταστραφεί
Μεταφράσεις: χειρίζομαι, βλάβη, μεταχειρίζομαι, βλάπτω, χερούλι, ζημιά, κατεστραμμένο, κατεστραμμένα, καταστραφεί