Λέξη: κραχ
Σχετικές λέξεις: κραχ
κραχ 2014, κραχ στην αμερικη, κραχ 1987, κραχ 1929 μετρα, κραχ 1929 ρουσβελτ, κραχ ορισμος, κραχ 1999, κραχ 1929 αμερικη, κραχ 4 μαρτιου, κραχ εαακ, κραχ 1929
Μεταφράσεις: κραχ
κραχ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crash, Depression, crashes, market crash, Great Depression
κραχ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
accidente, choque, accidente de, desplome, crash
κραχ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unfall, krachen, gerassel, intensiv, krach, zusammenstoß, zusammenbruch, crash, absturz, Absturz, Unfall, Crash
κραχ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
retentir, choc, tamponnement, désastre, krach, accident, effondrement, collision, naufrage, carambolage, catastrophe, faillite, dégringolade, écroulement, fracas, éboulement, écrasement
κραχ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schianto, crollo, caduta, scontro, crash del
κραχ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colisão, choque, acidente, queda, falha
κραχ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
botsing, krach, neerstorten, val, ineenstorting
κραχ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рокотать, авария, падать, разбитие, грохотать, поломка, столкновение, случай, треск, разрушать, грохот, крушение, разбить, разбиться, катастрофа, грохотанье, аварии, краш, крах
κραχ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krasj, crash, krasjer, krasjet, krasje
κραχ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
olycka, krasch, kraschen, krock, kraschar
κραχ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rytinä, ryskyä, paiskaantua, romahdus, ryske, kolari, kaatua, crash, kaatuu
κραχ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nedbrud, styrtet, styrt, krak, flystyrtet
κραχ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
katastrofa, zřícení, třesk, rachot, srážka, zhroucení, pád, spadnout, havárie, třeskot, crash, padáním, krach
κραχ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trzask, zawalenie, rozbić, zgnieść, katastrofa, upadek, zderzenie, chrupot, huk, chrzęst, runąć, zgniecenie, krach, kraksa, ruina, wypadek
κραχ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
házivászon, árzuhanás, robaj, csattanás, összeomlás, baleset, ütközés, összeomlik
κραχ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaza, çarpışma, kazasında, kilitlenme, crash
κραχ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обрушитися, розбити, падати, гуркіт, гуркотати, аварія, авария
κραχ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përplasje, rrëzimit, crash, rrëzimit të, Përplasja
κραχ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
катастрофа, трясък, Crash, катастрофата, срив
κραχ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аварыя
κραχ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
krahh, crash, krahhi, lennuõnnetuse, avarii
κραχ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krah, sudar, prasak, lomljava, tresnuti, tresak, crash, sudara, pad sustava, slom
κραχ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árekstur, hrun, árekstrarprófanir, hrynur, hrunið
κραχ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dundėti, bankrotas, avarija, Crash, avarijos, katastrofos, susidūrimo
κραχ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
avārija, crash, avārijas, sadursmes, avāriju
κραχ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
несреќа, несреќата, паѓањето, паѓање, паѓање на
κραχ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prăbușire, accident, accident de, crash, avarie
κραχ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
treska, crash, nesreči, nesreča, sesutju, trka
κραχ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pád, havárie, havária, nehody, havárií, havárii
Στατιστικά δημοτικότητας: κραχ
Τυχαίες λέξεις