Utrudnić στα ελληνικά
Μετάφραση: utrudnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, επιδεινώνω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
Μεταφράσεις
- dobudówka στα ελληνικά - προέκταση, επέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
- dorastanie στα ελληνικά - εφηβεία, εφηβική ηλικία, εφηβείας, την εφηβεία, της εφηβείας
- dostojnik στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, αξιωματούχος, αξιωματούχου, αξιωματούχο που, αξιωματούχου από, επισκοπικά τους
- frez στα ελληνικά - κόπτης, κοπής, κόφτη, κόπτη, κόφτης
Τυχαίες λέξεις
Utrudnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, επιδεινώνω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
Μεταφράσεις: παρακωλύω, επιδεινώνω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν