Utrudniać στα ελληνικά
Μετάφραση: utrudniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, κωλυσιεργώ, επιδεινώνω, δυσχεραίνω, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dzwono στα ελληνικά - δακτύλιοι, δακτυλίους, δακτυλίους σε, δακτυλίους στους, δακτυλίων
- eliminowanie στα ελληνικά - εξάλειψη, αποβολή, κατάργηση, εξάλειψης, εξάλειψης της
- fotokopia στα ελληνικά - πρωτότυπο, φωτοτυπία, φωτοαντίγραφο, φωτοαντιγραφικών, φωτοτυπικό, φωτοαντιγράφου
- gluten στα ελληνικά - γλουτένη, γλουτένης, τη γλουτένη, στη γλουτένη, σε γλουτένη
Τυχαίες λέξεις
Utrudniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, επιδεινώνω, δυσχεραίνω, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
Μεταφράσεις: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, επιδεινώνω, δυσχεραίνω, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν