Utrudzenie στα ελληνικά

Μετάφραση: utrudzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπος, κούραση, κόπωση, κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Utrudzenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dopingowy στα ελληνικά - ενθαρρυντικά, ενθαρρύνοντας, ενθαρρυντική, ενθαρρυντικό, ενθαρρυντικές
  • eksplozja στα ελληνικά - έκρηξη, έκρηξης, εκρήξεις, από εκρήξεις, εκρήξεως
  • format στα ελληνικά - μορφή, φορμά, μορφής, μορφότυπο
  • globalnie στα ελληνικά - σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμίως, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο, παγκόσμιο
Τυχαίες λέξεις
Utrudzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπος, κούραση, κόπωση, κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα