Utrzymać στα ελληνικά
Μετάφραση: utrzymać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατηρώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Μεταφράσεις
- aromatyzować στα ελληνικά - αρωματίζει
- białkówka στα ελληνικά - λευκό, άσπρος, λευκός, κερατοειδή, κερατοειδούς, κερατοειδή χιτώνα, κερατοειδής, ...
- dołować στα ελληνικά - ορυχείο, λάκκος, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
- filtrować στα ελληνικά - φίλτρο, κρησαρίζω, στραμπουλίζω, διηθώ, τεντώνω, ζόρι, φίλτρου, ...
Τυχαίες λέξεις
Utrzymać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατηρώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Μεταφράσεις: διατηρώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί