Λέξη: πρωταρχικός

Σχετικές λέξεις: πρωταρχικός

πρωταρχικός αριθμός, πρωταρχικός συνώνυμο, πρωταρχικόσ συνώνυμα, πρωταρχικόσ παράγοντασ, πρωταρχικός στόχος ενός συστήματος αξιολόγησης, πρωταρχικός δεσμός, πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στόχος νομισματικής πολιτικής ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στόχος ενός συστήματος αξιολόγησης στη σημερινή εποχή

Συνώνυμα: πρωταρχικός

πρώτος, στοιχειώδης, βασικός, αρχικός, αρχέγονος

Μεταφράσεις: πρωταρχικός

πρωταρχικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
primary, primordial, the primary, prime, principal

πρωταρχικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
primero, primario, principal, primaria, primordial, primaria de

πρωταρχικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ursprünglich, primär, hauptsächlich, wesentlich, Haupt-, erste, Primär

πρωταρχικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
originaire, principal, premier, primaire, original, primordial, primitif, magistral, fondamental, élémentaire, initial, rudimentaire, central, essentiel, originel, capital, primaires, principale

πρωταρχικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capitale, principale, essenziale, primario, precipuo, primaria, primarie, elementare

πρωταρχικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
orgulho, básico, preliminar, primário, primária, principal, primários

πρωταρχικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
primair, kapitaal, hoofd-, voornaamste, primaire, Primary, de primaire, belangrijkste

πρωταρχικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
главный, основный, начальный, головной, важнейший, первенствующий, первостепенный, первичный, основополагающий, первобытный, первоначальный, преимущественный, основной, первичной, первичного, первичная

πρωταρχικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
primær, primære, Hoved, primært

πρωταρχικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
primär, primära, främsta, primärt

πρωταρχικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olennainen, pääoma, alkeellinen, primaarinen, ensisijainen, ensisijaista, ensisijaisen, tärkein

πρωταρχικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
primær, primære, primært, den primære, første

πρωταρχικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prvořadý, původní, první, primární, podstatný, hlavní, elementární, začáteční, prvotní, základní, primárním, primárního, hlavním

πρωταρχικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pierwszoplanowy, główny, podstawowy, zasadniczy, pierwszorzędny, pierwszorzędowy, pierwotny, nadrzędny, początkowy, podstawowym, podstawowej

πρωταρχικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elsődleges, primer, általános, az elsődleges, fő

πρωταρχικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esas, birincil, primer, temel, ana, ilköğretim

πρωταρχικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спершу, жити-спочатку, первісно, здебільшого, основний, основної, основною, основній, основним

πρωταρχικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryesor, fillor, primar, parësor, fillore

πρωταρχικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
първичен, първична, първичния, първичната, първично

πρωταρχικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асноўнай, асноўны, асноўнага, асноўная

πρωταρχικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
esmajärguline, esmane, esmase, esmaste, primaarse, esmast

πρωταρχικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
primarni, prvi, osnovnim, izvorni, osnovnih, osnovni, primaran, primarna, primarne

πρωταρχικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðal, Primary, fyrst og fremst, helsti, helsta

πρωταρχικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagrindinis, pirminės, pirminis, pirminė, pirminio

πρωταρχικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galvenais, primārais, primārā, primārās, primāro

πρωταρχικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
примарната, основно, примарна, основните, основното

πρωταρχικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
primar, primară, primare, principal, primara

πρωταρχικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
primární, primarni, primarna, primarno, primarne, primarnega

πρωταρχικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
primárne, primárny, primárnej, primárna, primárnu
Τυχαίες λέξεις