Utykanie στα ελληνικά
Μετάφραση: utykanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, χωλαίνω, χωλότητα, χωλότητας, τη χωλότητα, η χωλότητα, της χωλότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chodliwy στα ελληνικά - πωλήσιμος, εμπορεύσιμης, εμπορεύσιμο, εμπορεύσιμη, εμπορεύσιμων
- cięgi στα ελληνικά - ράπισμα, τιμωρία, διασυρμός, έξοχος, αλώνισμα, το αλώνισμα, ξυλοφόρτωμα, ...
- czołówka στα ελληνικά - οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
- gramatyk στα ελληνικά - γραμματικός, γραμματικού, συντάκτης γραμματικής, Ο γραμματικός, γραμματικής
Τυχαίες λέξεις
Utykanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, χωλαίνω, χωλότητα, χωλότητας, τη χωλότητα, η χωλότητα, της χωλότητας
Μεταφράσεις: σταματώ, χωλαίνω, χωλότητα, χωλότητας, τη χωλότητα, η χωλότητα, της χωλότητας