Uwalniać στα ελληνικά

Μετάφραση: uwalniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιώνω, τσάμπα, χαλαρώνω, αυτεξούσιος, απαλλάσσω, αθωώνω, εξαγοράζω, απαλλαγμένος, δικαιολογώ, μολάρω, δωρεάν, αποδεσμεύω, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση
Uwalniać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drugi στα ελληνικά - δεύτερον, δεύτερος, άλλος, δευτερόλεπτο, τελευταίος, άλλα, άλλες, ...
  • dywizjon στα ελληνικά - προσταγή, διατάζω, προστάζω, εντολή, μονάδα, μονάδας, συσκευή, ...
  • emaliowany στα ελληνικά - εμαγιέ, επισμαλτωμένα, σμαλτωμένων, και βερνικωμένα, επισμαλτωμένο
  • gwiaździsty στα ελληνικά - έναστρος, έναστρο, έναστρου, έναστρη, τον έναστρο
Τυχαίες λέξεις
Uwalniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιώνω, τσάμπα, χαλαρώνω, αυτεξούσιος, απαλλάσσω, αθωώνω, εξαγοράζω, απαλλαγμένος, δικαιολογώ, μολάρω, δωρεάν, αποδεσμεύω, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση