Απαλλαγμένος στα πολωνικά

Μετάφραση: απαλλαγμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uwalniać, zwalniać, uwolnić, wolny, bezpłatny, darmowy, bezpłatnie, swobodny
Απαλλαγμένος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαλλαγμένος

απαλλαγμένος συνωνυμο, απαλλαγμένος στα αγγλικα, απαλλαγμένος από κάθε ηθική, απαλλαγμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, απαλλαγμένος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • απαλλάσσω στα πολωνικά - odpuszczać, pozbywać, uwalniać, zwolnić, rozgrzeszyć, pozbyć, oczyścić, ...
  • απαλλαγή στα πολωνικά - rozdawanie, zgoda, spłacenie, uwolnienie, uniewinnienie, wyłączenie, zwolnienie, ...
  • απαλλοτρίωση στα πολωνικά - wywłaszczenie, wywłaszczanie, zagarnięcie, ekspropriacja, wywłaszczenia, wywłaszczeniem, wywłaszczeniu, ...
  • απαλός στα πολωνικά - cichy, atłasowy, jedwabisty, szlachetny, delikatny, miły, łagodny, ...
Τυχαίες λέξεις
Απαλλαγμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: uwalniać, zwalniać, uwolnić, wolny, bezpłatny, darmowy, bezpłatnie, swobodny